- ιεροκρυφίως
- gizlice, esrarengiz bir biçimde
Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.
Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.
ιεροκρύφιος — α, ο (Μ ἱεροκρύφιος, ία, ον) ο μυστικός, ο απόκρυφος νεοελλ. ο αινιγματικός, ο μυστηριώδης. επίρρ... ιεροκρυφίως (Μ ἱεροκρυφίως) με ιεροκρύφιο τρόπο, απόκρυφα νεοελλ. μυστηριωδώς. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιερ(ο) * + κρύφιος (< κρύφιος < κρύπτω), πρβλ … Dictionary of Greek